παλληκαρίστικος
Смотреть что такое "παλληκαρίστικος" в других словарях:
παλληκαρίστικος — και παληκαρίστικος και παλικαρίστικος, η, ο παλληκαρήσιος, γενναίος, τολμηρός, αντρίκιος. επίρρ... παλληκαρίστικα και παληκαρίστικα και παλικαρίστικα όπως αρμόζει σε παληκάρι, με παληκαρίστικο τρόπο, παληκαρήσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι* + κατάλ … Dictionary of Greek
παληκαρίστικος — η, ο βλ. παλληκαρίστικος … Dictionary of Greek
παλικαρίστικος — η, ο βλ. παλληκαρίστικος … Dictionary of Greek